- ενατενίζω
- μετ. пристально смотреть, устремлять взгляд, рассматривать; наблюдать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενατενίζω — (AM ενατενίζω) προσηλώνω έντονα τα μάτια μου, παρατηρώ («ὥσπερ ἀγάλμασιν ἐνατενίζειν τοῑς βρέφεσιν, ἀγαμένας τοῡ κάλλους», Συνέσ.) αρχ. μσν. (απολ.) ρίχνω το βλέμμα μου, παρατηρώ αρχ. (για τα αισθητήρια) εντείνω … Dictionary of Greek
ενατενίζω — ενατένισα, ενατενισμένος, προσηλώνω το βλέμμα κάπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνατενίζω — ἐν ἀτενίζω look intently pres subj act 1st sg ἐν ἀτενίζω look intently pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατενίζω — (AM ἀτενίζω) 1. βλέπω κατευθείαν μπροστά, έχω προσηλωμένο το βλέμμα μου κάπου 2. βλέπω με τον νου μου, οραματίζομαι αρχ. 1. είμαι ισχυρογνώμων, επίμονος 2. φρ. «ἀτενίζω τὴν διάνοιαν πρός τι» προσηλώνω την προσοχή μου σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατενής … Dictionary of Greek
προενατενίζω — Α [ἐνατενίζω] 1. κοιτάζω εκ τών προτέρων με προσοχή 2. προσβλέπω νοερά στο μέλλον … Dictionary of Greek